εὐχρήστου

εὐχρήστου
εὔχρηστος
useful
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… …   Dictionary of Greek

  • ευχρηστότητα — η (Μ εὐχρηστότης) [εύχρηστος] η ιδιότητα τού εύχρηστου, η ευκολία στη χρήση, η εύκολη χρήση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”